αλώνια

αλώνια
η количество (ржи, пшеницы, овса и т. п.) на один обмолот;

μιά αλώνια σιτάρι — количество пшеницы на один обмолот


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλώνια" в других словарях:

  • ἁλωνία — ἁλωνίᾱ , ἁλωνία threshing floor fem nom/voc/acc dual ἁλωνίᾱ , ἁλωνία threshing floor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίᾳ — ἁλωνίᾱͅ , ἁλωνία threshing floor fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα …   Dictionary of Greek

  • αλωνιά — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα …   Dictionary of Greek

  • αλωνιά — η το ποσό των δημητριακών που είναι αρκετό για ένα αλώνισμα: Έχουμε ακόμη μια αλωνιά στάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλωνίας — ἁλωνίᾱς , ἁλωνία threshing floor fem acc pl ἁλωνίᾱς , ἁλωνία threshing floor fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίαι — ἁλωνίᾱͅ , ἁλωνία threshing floor fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίαν — ἁλωνίᾱν , ἁλωνία threshing floor fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνιῶν — ἁλωνία threshing floor fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίαις — ἁλωνία threshing floor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»